Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2011

ΤΟ ΦΑΡΑΓΓΙ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΑΡΗ


Το φαράγγι του Δημοσάρη είναι σπάνιας ομορφιάς. Χωρίζεται σε δύο τμήματα, πάνω και κάτω, από το χωριό των Λενοσαίων. Το φαράγγι πάνω από τους Λενοσαίους είναι απότομο και άγριο. Από το χωριό των Λενοσαίων ως τη θάλασσα γίνεται μια στενή κοιλάδα. Πάνω από το φαράγγι υψώνεται ο ορεινός όγκος της Λάκκας Μπούκουρα με κορυφή τη Μπούμπλια.
Το μονοπάτι του φαραγγιού αποτελούσε έναν από τους κυριότερους διαδρόμους επικοινωνίας της νότιας Εύβοιας. Συνέδεε επίσης την περιοχή του Καλλιανού και του Καβοντόρου με την Κάρυστο. Το λιθόστρωτο μονοπάτι και τα λείψανα του καλντεριμιού είναι μεσαιωνικά ή και παλιότερα. Πιθανόν επίσης να συνδέεται με την εξόρυξη μεταλλευμάτων στην περιοχή του Καλλιανού.

Στις μέρες μας το μονοπάτι του Δημοσάρη εξακολουθεί να είναι ζωντανό πέρασμα για τους κτηνοτρόφους και τους συνεχώς περισσότερους πεζοπόρους. Η πιο ελκυστική και λιγότερο κουραστική διαδρομή έχει αφετηρία το διάσελο Πετροκάναλο (954 μ. υψόμετρο), κατηφορίζει προς βορρά και καταλήγει στην παραλία του Καλλιανού μετά από 10 περίπου χιλιόμετρα κατάβασης. Το μονοπάτι είναι βατό και σημασμένο και ένα μεγάλο τμήμα του είναι κάτω από τη σκιά των πλατανιών. Στα δυο τρίτα της διαδρομής βρίσκεται το χωριό των Λενοσαίων. Από εκεί και έπειτα η πορεία γίνεται πάνω σε χωματόδρομο για ενάμισι χιλιόμετρο. Ο χωματόδρομος δίνει τη σκυτάλη σε ένα νέο μονοπάτι που οδηγεί στη θάλασσα κάτω από τον πράσινο θόλο των πλατανιών.

Το δροσερό μικροκλίμα του φαραγγιού δημιουργεί ποικιλία δασικής και θαμνώδους βλάστησης. Ψηλά στο βουνό, στα πιο υγρά και ψυχρά σημεία του φαραγγιού, πάνω από τις πηγές και στους γκρεμούς της Γιούδας, φύονται αραιές συστάδες με ίταμους, δρυς, σφενδάμι και μεμονωμένες καστανιές. Αυτά είναι υπολείμματα προϋπάρχουσας εκτεταμένης δασικής βλάστησης.
Σε σημεία πιο ξερικά και βραχώδη, υπάρχουν δάση αριάς μέχρι τα 900 μ. υψόμετρο. Τα δάση αυτά είναι αμιγή ή σε μίξη με πλατάνια, δρυς και ρείκια. Χαρακτηριστικό του πάνω μέρους του Δημοσάρη είναι τα υπολείμματα συστάδων υπεραιωνόβιων καστανιών. Παρόχθια δάση με πλατάνια αρχίζουν από τα 1.200 μ. υψόμετρο και φτάνουν ως τη θάλασσα. Στα μεγάλα υψόμετρα ο πιο χαρακτηριστικός θάμνος είναι το ρείκι.
Τα άγρια και δύσβατα σημεία του φαραγγιού παρέχουν ασφαλείς θέσεις για τα πουλιά. Μερικά από τα πιο εντυπωσιακά είδη του φαραγγιού είναι ο νεροκότσυφας,(Cinclus cinclus), ο μπούφος (Bubo bubo), o φιδαετός (Circaetus gallicus), oi γερακίνες (Buteo buteo), τα ξεφτέρια (Accipiter nisus), η βραχοκιρκίνεζα (Falco tinnunculus), ο σπιζαετός (Hieraaetus fasciatus), ο κοκκινολαίμης (Erithacus rubecula), ο κότσυφας (Turdus merula), το αηδόνι (Luscinia megarhynchos), ο σπίνος (Fringilla coelebs) και άλλα κοινά ωδικά πουλιά.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η ερπετοπανίδα του φαραγγιού. Υπάρχουν αρκετά είδη φιδιών, όπως το νερόφιδο (Natrix natrix) (αφθονεί στο ποτάμι), η σαΐτα (Coluber najadum), ο λαφίτης (Elaphe quatuorlineata), ο σαπίτης (Malpolon monspessulanus), η οχιά (Vipera ammodytes), η δεντρογαλιά (Columber laurenti) και άλλα.

Το φαράγγι του Δημοσάρη προσφέρεται για τον κάθε φυσιολάτρη, αλλά και γι' αυτόν με εξειδικευμένα ενδιαφέροντα: δεκάδες πηγές, καταρράκτες, πανάρχαια παραποτάμια δάση, άγρια ζωή, εναλλάσσονται διαρκώς δίνοντας κάθε φορά καινούριες παραστάσεις στον περιπατητή.
Πηγή κειμένου :http:www.karystion.gr

Σάββατο 10 Σεπτεμβρίου 2011

ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΤΣΙΠΟΥΡΟΥ

Το τσίπουρο είναι ένα ελληνικό αλκοολούχο ποτό το οποίο ξεκίνησε την πορεία του πριν από επτά περίπου αιώνες στα μοναστήρια του Αγίου Όρους.

Πρώτη ύλη για την παραγωγή αποστάγματος είναι τα στέμφυλα, δηλαδή η μάζα που απομένει μετά την συμπίεση του σταφυλοπολτού, με σκοπό την παραγωγή κρασιού. Αυτή η μάζα αποτελείται από τους φλοιούς των σταφυλιών, τα κουκούτσια ενώ περικλείει και κάποιο ποσοστό αζύμωτου μούστου.

Τα στέμφυλα, για να δώσουν αλκοολούχο απόσταγμα, θα πρέπει αφενός να μην έχουν αποστραγγιστεί εντελώς και αφετέρου να έχουν υποστεί αλκοολική ζύμωση, ώστε τα σάκχαρα του εναπομένοντος μούστου να μετατραπούν σε αλκοόλη.

Τα εργαλεία έχουν καθαρισθεί όλα και έχουν μπει στη θέση τους. Χρειάζεται ένα καζάνι, ένα φλόγιστρο που θα μας δίνει τη φωτιά που χρειαζόμαστε, ένα βαρέλι με νερό που θα υγροποιεί τους ατμούς από το βράσιμο που θα συμβαίνει στο πρώτο καζάνι. Επίσης χρειαζόμαστε ένα "γραδόμετρο", είναι ένας γυάλινος σωλήνας μέσα στον οποίο τοποθετείτε ένα σαν θερμόμετρο όπου με αυτό μετριένται οι Βαθμοί του ποτού, κοινώς αν είναι δυνατό ή όχι.

Η διαδικασία της απόσταξης έχει ως εξής. Ανοίγουμε το καζάνι και το γεμίζουμε με τον πολτό που έχει ζυμωθεί. Σφραγίζουμε το καζάνι στο σημείο επαφής ή με ζύμη ή με στάχτη και ανοίγουμε το φλόγιστρο. Στην αρχή η φωτιά είναι αρκετά δυνατή προκειμένου να επιτύχουμε το βράσιμο του πολτού (περίπου για 45 λεπτά για τα 80 κιλά περίπου). όταν ξεκινήσει το βράσιμο χαμηλώνουμε τη φωτιά και τη ρυθμίζουμε σε σταθερή θερμοκρασία εκεί που θα πετύχουμε την καλύτερη ροή παραγόμενου τσίπουρου. Παράλληλα στο βαρέλι που καταλήγει ο χάλκινος σωλήνας και που μέσα είναι ο λουλάς έχουμε πάντα το νερό ανοιχτό (ανανεώνεται μέσα στο βαρέλι)για να μένει κρύο και να πετυχαίνουμε την υγροποίηση των ατμών.
Το καζάνι όπου είναι τα τσίπουρα και το βαρέλι ενώνονται με το χάλκινο σωλήνα, στη μέση του βαρελιού είναι ο λουλάς, στη βάση του βαρελιού όπου καταλήγει ο λουλάς βγαίνει στη βρύση απ όπου θα ξεχυθεί το τσίπουρο.
Αφού γεμίσει η κανάτα το πρώτο που κάνουμε είναι να μετρήσουμε τους βαθμούς που ξεκινά το τσίπουρο, είναι αναμενόμενο να ξεκινήσουν αυτοί οι βαθμοί από αρκετά υψηλά επίπεδα για παράδειγμα στους 25 ή 26 βαθμούς. Να τονίσουμε εδώ πως σε αυτούς τους βαθμούς το τσίπουρο δεν μπορεί να καταναλωθεί, όσο όμως θα προχωρά η παραγωγή θα κατεβαίνουν οι συγκεκριμένοι βαθμοί. Είναι αναγκαίο λοιπόν να μετράμε τακτικά τους βαθμούς καθώς προχωρά η διαδικασία της απόσταξης. Η πρώτη απόσταξη λέγεται «σούμα» ή «χάμικο».
Έχουμε τελειώσει με την καζανιά, μας έχει δώσει όσο τσίπουρο μπορούσε και στη συνέχεια αδειάζουμε το καζάνι από τα τσίπουρα που έχουν ολοκληρώσει τη διαδικασία τους και αφού τα συγκεντρώσουμε μπορούμε να τα χρησιμοποιήσουμε ως λίπασμα στα ίδια τα κλήματα.
Η διαδικασία παραγωγής του τσίπουρου είναι περίπου αυτή. Μέσα στο χώρο των καζανιών υπάρχει έντονο το άρωμα του τσίπουρου που δημιουργεί μια μοναδική χημεία, μια μυσταγωγία αυτού του πολύ ωραίου ποτού. Το τσίπουρο θεωρείτε ένα απο τα πιο καθαρά ποτά.

Βασικός κανόνας επιτυχίας του βρασμού και υψηλής ποιότητας του παραγόμενου προϊόντος είναι η σχολαστική καθαριότητα του βραστήρα πριν και μετά την απόσταξη.

πηγή πληροφόρησης :http://papafigos.gr/




Δευτέρα 5 Σεπτεμβρίου 2011

ΚΑΒΟΝΤΟΡΙΤΙΚΟΣ ΣΚΟΠΟΣ


Καβοντορίτικος Ο χορός της Νότιας Εύβοιας. Παλαιότερη ονομασία του χορού Καλιανιώτικος. Τον Καλλιανιώτικο τον λένε και Σταυρωτό επειδή πιάνονται σταυρωτά, η σύγχρονη ονομασία είναι Καβοντορίτικος.
Εχει πάρει την ονομασία του από το χωριό Καλλιανού. Ο Καλλιανώτικος χορός είναι κυκλικός βέβαια και, παρ' όλο που οι χορευτές πιάνονται σταυρωτά, δεν έχει νησιώτικο χαρακτήρα. Επίσης δεν είναι συρτός, αλλά ούτε και πηδηχτός. Είναι όπως και η μουσική του απλός, στρωτός και στερεός.
Στα χωριά του Καβοντόρου τον χορεύουν συνήθως άνδρες πιάνοντας ο ένας τον άλλον από τον ώμο διότι το σταυρωτό με γυναίκες είναι κάπως ασυμβίβαστο με τις τοτε αυστηρά ηθικές αρχές των κατοίκων. Γι' αυτό και τον λένε Σταυρωτό.
Βασικά παίζεται από τα λυροντάουλα και τις τσαμπούνες. Οταν ο χορευτής διατάζει "τσαμπούνα" εννοεί απλώς τον Καβοντορίτικο. Τώρα που σπανίζουν τα λυρον τάουλα και οι τσαμπούνες παίζεται με εξαιρετικήν απόδοση από τα βιολιά και τα λαούτα. Το μέτρο του είναι στα 2/4, όπως κι ο Συρτός
Ο χορός είναι βαρύς και δωρικός. Κανονικά ξεκινάει με αργό τέμπο συρτού. Τα βήματα είναι αργά και κοφτά αλλά η ιδιαιτερότητά του είναι ότι οι χορευτές σε κύκλο σταυρώνουν τα χέρια μπροστά (σταυρωτός χορός) με το δεξί πιάνουν το αριστερο του διπλανόυ τους κλπ., ενώ στο ξεκίνημα και μέχρι το πρώτο κουπλέ προχωρούν πρός πίσω.
Ισως αυτό είναι συμβολικό και θέλει να φανερώσει ότι ενάντια στην σκληρότητα του τόπου του Καβο ντόρο οι άνθρωπιοι είναι σφιχτά δεμένοι και δίπλα δίπλα, κόντρα στις αντιξοότητες.